σπάζει

σπάζει
Α
(αχαϊκ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «σκυζᾷ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από το ρ. σπάω* / σπῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • PrimeTel — Infobox Company company name = PrimeTel PLC company type = public utility location = Cyprus area served = Cyprus industry = Telecoms products = Telephone Cable television Broadband homepage = http://www.prime tel.com/ foundation = 2003PrimeTel… …   Wikipedia

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • δυσκατάτακτος — δυσκατάτακτος, ον (Α) αυτός που δύσκολα σπάζει …   Dictionary of Greek

  • δυσραγής — δυσραγής, ές (Α) αυτός που δύσκολα ρήγνυται, σπάζει …   Dictionary of Greek

  • δύσθλαστος — δύσθλαστος, ον (Α) αυτός που δεν σπάζει εύκολα …   Dictionary of Greek

  • ευκέαστος — εὐκέαστος, ον (Μ) αυτός που σχίζεται ή σπάζει εύκολα, ο ευκολόσχιστος («εὐκέαστα ξύλα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεαστος (< κεάζω «σχίζω»), πρβλ. α κέαστος] …   Dictionary of Greek

  • ευκολοσύντριφτος — η, ο αυτός που συντρίβεται, που σπάζει εύκολα …   Dictionary of Greek

  • ευκολόσπαστος — η, ο αυτός που σπάζει εύκολα, ο εύθραυστος, ο ευκολοτσάκιστος …   Dictionary of Greek

  • ευπερίθραυστος — εὐπερίθραυστος, ον (Α) αυτός που εύκολα σπάζει γύρω γύρω, ο εύθραυστος, ο ευκολοτσάκιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι θραύω] …   Dictionary of Greek

  • εύκλαστος — εὔκλαστος, ον (Α) αυτός που σπάζει εύκολα, ο εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλαστός (< κλω «σπάζω, κόβω σε κομμάτια»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”